-
1 κατα-πύγων
κατα-πύγων, ονος, widernatürliche Unzucht treibend, wollüstig, unzüchtig; κἀναίσχυντος Ar. Nubb. 909; καὶ λαικαστἠς Ach. 79; Schol. Equ. 639 erkl. εὐρύπρωκτος, Vesp. 687 μειράκιον κατάπυγον, πεπορνευμένον; Vocat. ὧ καταπῦγον Thesm. 200, comparat. καταπυγωνέστερος, des Metrums wegen, Lys. 776. Vgl. Lob, zu Phryn. p. 195.
См. также в других словарях:
λαικαστής — λαικαστής, ὁ (Α) [λαικάζω] πόρνος («ἡμεῑς δὲ λαικαστάς γε καὶ καταπύγονας», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek